Aρχαίοι Γόμφοι: Η πόλη φρουρός των περασμάτων
Η ιστορία τους ενταγμένη στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και μέσα από τις γραπτές πηγές στις οποίες αναφέρονται οι Γόμφοι
Του Αθανάσιου Λαμπρόπουλου – Msc Ιστορικού
Θεσσαλία, η γη του μυθικού βασιλιά της Φθίας και γενάρχη των Ελλήνων Δευκαλίωνα και της γυναίκας του της Πύρας, η κιβωτός των οποίων, μετά τον κατακλυσμό του Δία, προσάραξε στην κορυφή “Καράβα” των Αγράφων. Η γη που ο “κοσμοσείστης” Ποσειδώνας μετέτρεψε από πέλαγος σε ένα εύφορο λεκανοπέδιο. Η γη των Πελασγών, των Μινύων, των Αιολέων, των Βοιωτών και πλείστων άλλων ελληνικών φύλων. Η γη στις δυτικές παρυφές της οποίας ιδρύθηκε η αρχαία πόλη των Γόμφων. Μια πόλη φρουρός των περασμάτων ανάμεσα στην Θεσσαλία και την Ήπειρο και γι’ αυτό το λόγο στόχος πολλών στρατών, στρατηγών και βασιλέων του αρχαίου κόσμου, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και δύο από τους σημαντικότερους αυτών, ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας και ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας.
Η πόλη των Γόμφων ιδρύθηκε, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά δεδομένα, τον 4ο αι. π.Χ., από την συνένωση κωμών. Η μετάβαση όμως από τους οργανωμένους μυκηναϊκούς οικισμούς στις θεσσαλικές πόλεις των ιστορικών χρόνων αποτελεί επίκαιρο θέμα της θεσσαλικής έρευνας. Βασικό προβληματισμό για το ζήτημα αυτό αποτελεί η ομηρική περιγραφή για την θεσσαλική οικιστική στον κατάλογο των νηών, όπως διασώζεται στην ραψωδία Β’ της Ιλιάδας. “Οι δ’ είχον Τρίκκην και Ιθώμην κλωμακόεσσαν οι τ’ έχον Οιχαλίην πόλιν Ευρύτου Οιχαλιήος των δ’ αυ ηγείσθην Ασκληπιού δύο παίδε, ιητήρ’ αγαθώ Ποδαλείριος ηδέ Μαχάων”. Οι μελετητές έχουν αναγνωρίσει σαφώς την Τρίκκη ως τα σημερινά Τρίκαλα, αλλά υπάρχουν διαφωνίες όσον αφορά την Ιθώμη και κυρίως την Οιχαλία. Οι περισσότεροι αναγνωρίζουν την Αρχαία Ιθώμη στην θέση της σημερινής, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που θεωρούν ότι πρόκειται για το Αιγίνιο, μια ισχυρή οχυρή πόλη στην περιοχή της Καλαμπάκας, για την οποία όμως δεν υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα. Όσον αφορά την Οιχαλία, οι απόψεις διίστανται ακόμα περισσότερο. Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για το Πελινναίον ή Πελίννα στην περιοχή του Πετρωτού Τρικάλων, άλλοι για το Αιγίνιο και άλλοι για τους Γόμφους. Πιθανόν, άλλωστε, ο Όμηρος να μην αναφέρεται απαραίτητα σε πόλεις με την έννοια οργανωμένων οικισμών, άλλα σε γεωγραφικές περιφέρειες ή συνοικισμούς κωμών, που το όνομα τους δεν είχε σχέση με τα κατοπινά τους ονόματα.
Τον 8ο αι. π.Χ. το φύλο των Θεσσαλών κατέβηκε από την Θεσπρωτία καταλαμβάνοντας σταδιακά όλη τη Θεσσαλία, αναγκάζοντας τους παλαιότερους κατοίκους της περιοχής να μεταναστεύσουν νοτιότερα, στην Βοιωτία των ιστορικών χρόνων, με την πρωιμότερη ιστορική μνεία της έλευσης τους στην Θεσσαλία, να δίνεται από τον Ηρόδοτο. Κατά το Β’ μισό του 6ου αι. π.Χ. συντελείται η διοικητική οργάνωση της Θεσσαλίας από τον Λαρισαίο Αλεύα τον Πυρρό, ο οποίος τη χώρισε σε τέσσερις ενότητες (οι αρχαίες μοίραι), τις “τετράδες”: Πελασγιώτιδα, Θεσσαλιώτιδα, Ισταιώτιδα και Φθιώτιδα.
Μάλιστα ο διαχωρισμός αυτός διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη της ιστορίας του θεσσαλικού κοινού. Η διοίκηση της “τετραρχίας” ενέπιπτε στην αρμοδιότητα ενός ανώτατου διοικητικού προσώπου, που έφερε τον τίτλο άρχων, αρχός ή τετράρχης, ενώ από τον Ιάσωνα των Φερών και έπειτα ονομαζόταν ταγός. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Ιάσωνα, όπως μεταφέρονται από τον Ξενοφώντα, ότι η Θεσσαλία κυβερνάται από έναν ταγό “πάντα τα κύκλω έθνη υπήκοα μεν εστί”.
Η πόλη των Γόμφων χτισμένη στα σύνορα μεταξύ Ισταιώτιδας ή Εστιαιώτιδας και Θεσσαλιώτιδας ανήκε στην περιοχή της Εστιαιώτιδας, η οποία σύμφωνα με τον Στράβωνα οφείλει το όνομα της στους κατοίκους της Ιστιαίας στην Εύβοια, οι οποίοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην περιοχή, όταν η πόλη τους καταλήφθηκε από τους Περραιβούς. Οι Γόμφοι ήταν χτισμένοι στους πρόποδες του όρους Ίταμος, στην κοιλάδα που σχηματίζουν τρείς λόφοι, το Βουλωτό, το Παλαιομονάστηρο 1 και το Παλαιομονάστηρο 2 και η κοίτη του ποταμού Πάμισου, στη θέση που σήμερα ονομάζεται Επισκοπή, 1,5 χλμ. ΒΑ. της σημερινής πόλης του Μουζακίου. Το όνομα της πόλης προέρχεται πιθανόν από την λέξη “γόμφος”, που σήμαινε χονδρό ξύλινο ή μεταλλικό καρφί-σύνδεσμο, που χρησιμοποιείται για την συνένωση διαφόρων τμημάτων ναών ή έργων τέχνης που έχουν κατασκευαστεί ξεχωριστά. Η παρομοίωση είναι εξαιρετικά επιτυχής, καθώς η πόλη έπαιζε τον ρόλο του συνδέσμου τόσο μεταξύ Εστιαιώτιδας και Θεσσαλιώτιδας, όσο και μεταξύ Θεσσαλίας και Αθαμανίας και Θεσσαλίας και Αμβρακίας. Ανήκε σύμφωνα με τον Στράβωνα στο τετράγωνο των ισχυρών οχυρών που σχημάτιζαν η Τρίκκη, η Μητρόπολη, το Πελίνναιον και οι Γόμφοι. Παράλληλα αναφορά στον ποταμό Πάμισο βρίσκουμε στον Ηρόδοτο, ως έναν από τους πέντε μεγάλους ποταμούς της Θεσσαλίας, ενώ και ο Πλίνιος στην Historia Naturalis, αναφέρεται στους Γόμφους ως μια εκ των πιο σημαντικών πόλεων της Θεσσαλίας, μαζί με τις Φερές, την Λάρισα, τις Θήβες, την Τρίκκη, την πόλη των Παγασών (μετέπειτα Δημητριάδα), τα Φάρσαλα και τον Κραννών.
Η ιδιαίτερα σημαντική και επίκαιρη θέση των Γόμφων είχε οδηγήσει τους κατοίκους τους στην δημιουργία ισχυρής οχύρωσης στην πόλη. Υπήρχαν δύο τείχη. Ένα εξωτερικό με μεγάλους ογκόλιθους πώρινους ή λίθινους, το οποίο, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο κ. Χατζηαγγελάκη περιέτρεχε την κορυφογραμμή των λόφων από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά και κατά διαστήματα ενισχύονταν με πύργους και ένα εσωτερικό τείχος κατασκευασμένο με ωμές πλίθινες πλάκες σκεπασμένες με κεράμους. Η κυρίως πόλη βρισκόταν στην περιοχή της Επισκοπής και πλαισιωνόταν από δύο συνοικισμούς στο Παλαιομονάστηρο και τη Λυγαριά.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια σιτηρών, αλλά και την αμπελουργία, καθώς είναι πάμπολλες οι αναφορές στο εξαιρετικό κρασί της περιοχής, ενώ σύμφωνα με επιγραφές που έχουν βρεθεί, στην πόλη λατρεύονταν ο “Κάρπιος” Διόνυσος, το ιερό του οποίου τοποθετείται στην θέση Αγία Τριάδα ανάμεσα στα χωριά Γόμφοι (Ραψίστα) και Λυγαριά.
Στους αρχαίους Γόμφους λατρεύονταν επίσης ο Δίας Ακραίος με τον προσδιορισμό “Παλάμνιος”, ο τιμωρός όσων είχαν διαπράξει φόνο. Σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο, στον δρόμο που οδηγούσε από τους Γόμφους στην Αργιθέα υπήρχε ιερό του Διός Ακραίου, το οποίο τοποθετείται από ορισμένους μελετητές κοντά στο χωριό Βατσουνιά. Η λατρεία του Διός Ακραίου υποδηλώνεται και στα νομίσματα της πόλης, καθώς στον εμπροσθότυπο αργυρής δραχμής (340 π.Χ. περίπου) απεικονίζεται κεφαλή της Ήρας ή νύμφης και στον οπισθότυπο ο Ζευς Ακραίος καθισμένος σε βράχο.
Σε άλλη απόδοση νομισμάτων ο βράχος αντικαταστάθηκε από τον θρόνο σε χάλκινη και αργυρή κοπή των αρχών του 3ου αι. π.Χ.. επίσης σε αναθηματική στήλη που βρέθηκε στην περιοχή απεικονίζεται ο θεός Απόλλωνας ως κιθαρωδός. Τέλος στους Γόμφους ανασκάφηκε μια επιγραφή στην οποία υπάρχει μια προσευχή στην Ίσιδα, τον Όσιρι και τον Βουβάστι, η οποία αποτελεί την μοναδική αναφορά στον θεό Βουβάστι εκτός Αιγύπτου και την μοναδική αναφορά στον Θεό Όσιρι στην Θεσσαλία. Πιθανότατα πάντως, η επιγραφή μεταφέρθηκε στους Γόμφους από αλλού, καθώς δεν προκύπτει από άλλη πηγή ή μαρτυρία, λατρεία αιγυπτιακών θεοτήτων στην περιοχή.
Αμέσως μετά τα Μηδικά οι Θεσσαλοί εμπλέκονται ενεργά στην πολιτική της Νότιας Ελλάδας επιτυγχάνοντας τον μέγιστο βαθμό πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος στην μακραίωνη ιστορία τους. Παράλληλα όμως αναπτύσσεται ανταγωνισμός μεταξύ Φαρσάλων, Λάρισας και Φερών για την Πανθεσσαλική ηγεμονία, στην οποία επικράτησαν τελικά οι τύραννοι των Φερών, με την ηγεμονία του Ιάσωνα να προσδίδει μεγάλη δυναμική στο θεσσαλικό κοινό. Ωστόσο, στα χέρια του Αλέξανδρου των Φερών, η εξουσία καταχράσθηκε ακόμα και εις βάρος των άλλων θεσσαλικών πόλεων, αναγκάζοντας πολλές εξ αυτών να ζητήσουν βοήθεια από τον Πελοπίδα και τους Θηβαίους αρχικά και αργότερα από τον Φίλιππο β’ της Μακεδονίας.
Το 352 π.Χ. οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί σύμμαχοι τους με επικεφαλής τον Φίλιππο νίκησαν στην μάχη του Κροκίου Πεδίου και υπέταξαν τις Φερές και στην ουσία όλη τη Θεσσαλία, που όρισε ως ισόβιο Ταγό τον Φίλιππο Β’ και τους απογόνους του. Το 345 π.Χ. ο Φίλιππος μετονομάζει τους Γόμφους σε Φιλιππόπολη (ή Φίλιπποι) και ενισχύει τον πληθυσμό της πόλης με εποίκους, έχοντας επισημάνει την καίρια θέση της.
Η πόλη εμφανίζεται ξανά με το πρότερο όνομα της το 330 π.Χ., 6 χρόνια μετά την δολοφονία του Φίλιππο Β’ στο θέατρο των Αιγών. Το 230 π.Χ. (και όχι το 208, όπως λανθασμένα αναφέρεται), οι Αρχαίοι Γόμφοι προσχώρησαν στην Αιτωλική Συμπολιτεία, γεγονός που μαρτυρά ανολοκλήρωτη επιγραφή στους Δελφούς των ιερομνημόνων της Συμπολιτείας ”Εν Γόμφοις Θεόδωρος Πετραίου Πετραίος Αντίγονος Αντιόχου”. Η συμμετοχή των Γόμφων στην Αιτωλική Συμπολιτεία ήταν προφανώς συνέπεια του Δημητριακού Πολέμου που είχε φέρει αντιμέτωπους το Βασίλειο της Μακεδονίας της δυναστείας των Αντιγονιδών, με τις δύο Συμοιλιτείες, την Αχαϊκή και την Αιτωλική, με τους Αιτωλούς να κυριαρχούν τελικά στο μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς οι Αρχαίοι Γόμφοι αποχώρησαν από την Αιτωλική Συμπολιτεία. Πιθανόν το 210 π.Χ., όταν ο Φίλιππος Ε΄κατεβαίνει στη Θεσσαλία, επαναφέροντας ένα μεγάλο μέρος της στην σφαίρα επιρροής των Μακεδόνων. Πάντως το 200 π.Χ. στο πλαίσιο του Β΄ Μακεδονικού Πολέμου, όπως αναφέρει ο Τίτος Λίβιος, αφού οι Αιτωλοί με τον σύμμαχο τους Αμύναδρο των Αθαμάνων κατέλαβαν το Κερκίνειο στις όχθες της λίμνης Κάρλας και το σημερινό Δομένικο, ο Αμύναδρος τους συμβούλευσε να επιτεθούν στους Γόμφους, ώστε να ελέγχουν την είσοδο στην Αθαμανία και την Αμβρακία, κάτι που σημαίνει ότι προφανώς ήδη πριν το 200π.Χ. οι Γόμφοι είχαν είτε αυτονομηθεί, είτε προσχωρήσει στο στρατόπεδο του Φιλίππου Ε΄. Οι Αιτωλοί διαφώνησαν με τον Αμύναδρο και στρατοπέδευσαν στην Αρχαία Φαίκα, στην περιοχή του Παλαιομονάστηρου, ώστε να έχουν άμεση πρόσβαση στον κάμπο. Εκεί τους αιφνιδίασε ο Φίλιππος Ε΄ και κινδύνευσαν με ολική καταστροφή του στρατού τους, πριν ο Αμύνανδρος τους διασώσει οδηγώντας τους μέσα από τα στενά περάσματα της Αθαμανίας πίσω στην Αιτωλία.
Το 198 π.Χ. μετά την ήττα του Φίλιππου Ε΄από τους Ρωμαίους του Τίτου Κουίντου Φλαμίνιου στην μάχη του Αώου, ο Αμύνανδρος των Αθαμάνων, αφού κατέλαβε την Αρχαία Φαίκα επιτέθηκε εναντίον των Γόμφων, χρησιμοποιώντας κυρίως ρωμαϊκά στρατεύματα. Η πολιορκία κράτησε αρκετές μέρες, αλλά όταν τελικά οι πολιορκητικές κλίμακες στήθηκαν στα τείχη της πόλης οι κάτοικοι της παραδόθηκαν και σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο, η πτώση ενός τόσο ισχυρού οχυρού όπως οι Γόμφοι σήμανε συναγερμό σε όλη τη Θεσσαλία και η μια μετά την άλλη οι θεσσαλικές πόλεις δήλωσαν υποταγή στους Αθαμάνες και τους Αιτωλούς, οι οποίοι έγιναν κύριοι όλης της περιοχής, παρότι οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που κέρδισαν τις μάχες.
Το καθεστώς κυριαρχίας των Αθαμάνων στους Γόμφους πάντως πρέπει να ήταν ιδιαίτερα χαλαρό, καθώς σύμφωνα πάλι με τον Τίτο Λίβιο, ο Φίλιππος Ε΄μετά την ήττα του στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ., που σήμανε και την λήξη του Β΄ Μακεδονικού Πολέμου και την νίκη των Ρωμαίων, κατέφυγε στους Γόμφους, όπου συγκέντρωσε τους επιζώντες της μάχης. Μετά το τέλος του Β΄ Μακεδονικού Πολέμου οι πόλεις της Θεσσαλίας είχαν ανακτήσει την αυτονομία τους, με τον Φίλιππο Ε΄να δρα ως ένα είδος τοποτηρητή. Έτσι οι πόλεις της Θεσσαλίας εξέλεγαν πλέον Στρατηγούς, αντί για Ταγούς, με ετήσια θητεία. Το 179 π.Χ. μάλιστα, έτος που πέθανε ο Φίλιππος Ε΄ , στρατηγός της Θεσσαλίας ήταν, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ευσέβιος στην χρονογραφία του, ο Φυρίνος γιος του Αριστομένη από τους Γόμφους.
Κατά την διάρκεια του Αιτωλικού Πολέμου το 191 π.Χ. ο Φίλιππος έμεινε πιστός στην συμμαχία του με τους Ρωμαίους, όπως όριζε η συνθήκη ειρήνης του 197π.Χ. και με τις δυνάμεις του συνδυασμένες με αυτές του Ρωμαίου Marcus Brabius Tamphilus, ανέκτησε όλες τις πόλεις της Θεσσαλίας που είχαν κατακτήσει οι Αθαμάνες και ανάμεσα τους και τους Αρχαίους Γόμφους. Προχώρησε μάλιστα ακόμη πιο πέρα κατακτώντας και την Αθαμανία, εγκαθιστώντας φρουρές στις 4 μεγάλες αθαμανικές πόλεις.
Το 189 π.Χ. οι Αθαμάνες επαναστατούν και εκδιώκουν τις μακεδονικές φρουρές από την Ηράκλεια (κοντά στη σημερινή Σκουληκαριά), την Θεοδωρία (κοντά στο σημερινό Βουλγαρέλι) και την Αργιθέα (στη σημερινή περιοχή Ελληνικά, μεταξύ Αργιθέας και Θερινού). Η μόνη πόλη που μένει στα χέρια των Μακεδόνων είναι το Αθήναιον, η σημερινή Ροδαυγή. Ο Φίλιππος Ε΄επικεφαλής 6000 αντρών φτάνει στους Γόμφους όπου αφήνει το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης του και επικεφαλής 2000 αντρών κατευθύνθηκε στο Αθήναιον. Διαπιστώνοντας ότι όλη η περιοχή είναι εχθρικά διακείμενη στους Μακεδόνες επιστρέφει στους Γόμφους και επικεφαλής πια του συνόλου της δύναμης του επιστέφει στην Αθαμανία, όπου ηττάται σε μάχη λίγο πριν την Αργιθέα από τις συνδυασμένες δυνάμεις Αθαμάνων και Αιτωλών, Ο Φίλιππος Ε΄επέστρεψε στην ασφάλεια των Γόμφων, την οχύρωση των οποίων ενίσχυσε ακόμα περισσότερο, με τους Αθαμάνες να ανακτούν την περιοχή τους.
Το 171 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Γ΄ Μακεδονικού Πολέμου, τα στρατεύματα του Λικίνιου Κράσσου πέρασαν στη Θεσσαλία διαμέσου της Αθαμανίας και στρατοπέδευσαν στους Γόμφους. Ο Κράσσος, μάλιστα αισθανόταν ιδιαίτερα ανακουφισμένος, σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο, την ασφάλεια που προσέφερε στο στράτευμα του η οχυρή πόλη των Γόμφων μετά την ιδιαίτερα επικίνδυνη για τις ρωμαϊκές λεγεώνες διάβαση από τα στενά περάσματα της Αθαμανίας. Από τους Γόμφους οι ρωμαϊκές λεγεώνες ξεκίνησαν για την μάχη του Καλλίνικου, στην οποία ηττήθηκαν από τον Βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, ο οποίος στη συνέχεια ηττήθηκε στην μάχη της Πύδνας από τις λεγεώνες του Πραίτορα Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου, μια ήττα που σήμανε το τέλος του Μακεδονικού Βασιλείου και στην ουσία την έναρξη της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ελλάδα γενικότερα και την Θεσσαλία ειδικότερα.
Κατά την διάρκεια του Ρωμαϊκού Εμφυλίου Πολέμου, ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ όπως ο ίδιος μας πληροφορεί στα απομνημονεύματα του “Περί Του Εμφυλίου Πολέμου” ( De Bello Civili), έφτασε το 48 π.Χ. στους Γόμφους, την πρώτη, όπως αναφέρει, πόλη της Θεσσαλίας όπως έρχεται κανείς από την Ήπειρο. Σύμφωνα με τον Καίσαρα, οι κάτοικοι των Γόμφων είχαν στείλει παλιότερα πρεσβείες ζητώντας του φρουρά για την πόλη τους και σε αντάλλαγμα του προσέφεραν την χρήση των πηγών τους.
Η ήττα όμως του Καίσαρα από τον Πομπήιο στη μάχη του Δυρραχίου τους φόβισε και μεταστράφηκαν προς τον Πομπήιο. Έτσι ο Στρατηγός των Θεσσαλών Ανδροσθένης συγκέντρωσε όλους τους άντρες της περιοχής, ελεύθερους και σκλάβους εντός των τειχών των Γόμφων, με σκοπό να αντισταθεί στον στρατό του Καίσαρα, στέλνοντας ταυτόχρονα μηνύματα τόσο στον Πομπήιο, όσο και στον Σκιπίωνα για παροχή βοήθειας, βεβαιώνοντας τους ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην άμυνα της πόλης, αρκεί να έρθει γρήγορα βοήθεια, γιατί ή πόλη δεν θα μπορούσε να αντέξει μια μακρά πολιορκία. Ο Σκιπίωνας όμως ήταν στην Λάρισα, ενώ ο Πομπήιος δεν είχε φθάσει καν στην Θεσσαλία.
Ο Καίσαρας προετοίμασε τις δυνάμεις του για την πολιορκία, λέγοντας στους στρατιώτες του να προσπαθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις να καταλάβουν αυτή την πόλη, η οποία ήταν πολύ πλούσια και γεμάτη αγαθά, αλλά και γιατί η πτώση της θα προκαλούσε φόβο και στις υπόλοιπες πόλεις της Θεσσαλίας. Πράγματι, παρά τα ισχυρά τείχη, οι Γόμφοι έπεσαν λίγο πριν την Δύση του Ηλίου και ο Καίσαρας παρέδωσε την πόλη στην λεηλασία από τους στρατιώτες του. Η σκέψη του Καίσαρα ήταν απολύτως σωστή, καθώς η πόλη της Μητρόπολης που είχε επίσης κλείσει τις πύλες της με σκοπό να αντισταθεί, μόλις έμαθε την τύχη των Γόμφων και των κατοίκων της συνθηκολόγησε και αντιμετωπίσθηκε με επιείκεια.
Ο Πλούταρχος στους βίους του μας πληροφορεί ότι ο Καίσαρας καταλαμβάνοντας τους Γόμφους, όχι μόνο μπόρεσε να λύσει το πρόβλημα της σίτισης των στρατιωτών του, που αντιμετώπιζε, αλλά και να τους απαλλάξει από μια λοιμώδη νόσο, που τους ταλαιπωρούσε και η οποία ήταν προφανώς αποτέλεσμα της κακής διατροφής τους. Μάλιστα κατά την διάρκεια των λεηλασιών βρήκαν και κατανάλωσαν άφθονο κρασί, με αποτέλεσμα σύμφωνα με τον Πλούταρχο να μεθύσουν τόσο πολύ, ΄ώστε την υπόλοιπη πορεία τους προς τα Φάρσαλα να την κάνουν σε κατάσταση μέθης:
”ὡς δ’ εἷλε Γόμφους Θεσσαλικὴν πόλιν, οὐ μόνον ἔθρεψε τὴν στρατιάν, ἀλλὰ καὶ τοῦ νοσήματος ἀπήλλαξε παραλόγως. ἀφθόνῳ γὰρ ἐνέτυχον οἴνῳ, καὶ πιόντες ἀνέδην, εἶτα χρώμενοι κώμοις καὶ βακχεύοντες ἀνὰ τὴν ὁδὸν ἐκ μέθης, διεκρούσαντο καὶ παρήλλαξαν τὸ πάθος, εἰς ἕξιν ἑτέραν τοῖς σώμασι μεταπεσόντες.”
Μια άλλη διάσταση της καταστροφής των Γόμφων μας δίνει ο Αππιανός στο δεύτερο βιβλίο του για τους Ρωμαϊκούς Εμφύλιους. Δίνει πληροφορίες, όπως και ο Πλούταρχος, για την λεηλασία της πόλης και την αθρόα κατανάλωση οίνου από τους στρατιώτες του Καίσαρα, με τους Γερμανούς να είναι οι γελοιωδέστεροι όλων, ενώ σημειώνει πως αν ο Πομπήιος είχε την σωφροσύνη να καταδιώξει τον Καίσαρα μετά την μάχη στο Δυρράχιο και του επιτίθονταν μετά την πτώση των Γόμφων, θα είχε κερδίσει μια εύκολη νίκη. Μας πληροφορεί ακόμα ο Αππιανός για την τύχη 21 επιφανών κατοίκων των Γόμφων, οι οποίοι προφανώς ήταν οι άρχοντες της πόλης, οι οποίοι αυτοκτόνησαν για την ολέθρια λανθασμένη, όπως αποδείχθηκε, επιλογή στρατοπέδου. Οι είκοσι εξ αυτών ήταν πεσμένοι στο πάτωμα ενός ιατρείου της εποχής, με τα άψυχα σώματα τους να σχηματίζουν κύκλο και με κύπελα πεσμένα στο πλάι τους, σαν να ήταν μεθυσμένοι, ενώ στο κέντρο του κύκλου καθισμένο σε μια καρέκλα βρισκόταν το άψυχο σώμα του γεροντότερου, ο οποίος ήταν αυτός που μοίρασε το δηλητήριο στους υπόλοιπους.
Μετά την πολιορκία των Γόμφων από τον Καίσαρα και την πτώση της πόλης, υπάρχει μια “σιωπή” των πηγών. Αυτό σημαίνει είτε ότι η πόλη παράκμασε μετά την καταστροφή της, είτε ότι εξέλιπε το ενδιαφέρον για την περιοχή, καθώς όντας στο κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έχασε τον στρατηγικό της χαρακτήρα. Η πόλη των Γόμφων εμφανίζεται ως αναφορά στην έκθεση του Ψευδο-Επιφάνιου σε μια αναθεώρηση του 7ου αι. μ.Χ. ενός πρωιμότερου Notitiae Episcopatum (επίσημη καταγραφή των Μητροπόλεων, αυτοκέφαλων Αρχιεπισκοπών και Επισκοπών), το οποίο είχε συνταχθεί από τον Πατριάρχη Επιφάνιο την εποχή του Ιουστινιανού και η οποία τροποποιήθηκε επί Αυτοκράτορος Ηρακλείου, με αποτέλεσμα να θεωρείται λανθασμένα ότι η πόλη έγινε έδρα επισκοπής την εποχή του Αυτοκράτορα Ηράκλειου.
Η αλήθεια είναι ότι οι Γόμφοι ήταν έδρα επισκοπής ήδη από το 530 μ.Χ. και μάλιστα ένας επίσκοπος Γόμφων αναφέρεται στην σύνοδο του Πάπα Βονιφάτιου Β΄ το 531 μ.Χ.. Αναφορά στους Γόμφους γίνεται επίσης και στο μνημειώδες έργο του Προκόπιου “περί κτισμάτων”, το οποίο ολοκληρώθηκε σίγουρα πριν το 558 μ.Χ., στο οποίο ο Προκόπιος αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός αποκατέστησε τα τείχη της Δημητριάδας, της Μητρόπολης, των Γόμφων και της Τρίκκης, καθιστώντας τις πόλεις αυτές ασφαλείς. Η τελευταία γραπτή αναφορά που έχουμε στην διάθεση μας είναι η έκθεση του Ψευδο-Επιφάνιου, που προαναφέρθηκε, τον 7ο αι. μ.Χ..
Η πόλη των Γόμφων φαίνεται ότι καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της το 1600 κατά την επανάσταση του Μητροπολίτη Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου ή Σκυλόσοφου για τους εχθρούς του, ενώ η επισκοπή της είχε συγχωνευθεί νωρίτερα στην Μητρόπολη Φαναρίου, επισκοπή για την οποία ο Άγγλος περιηγητής William Martin Leake γράφει το 1810, ότι δεν βρήκε κάποιο ίχνος που να δηλώνει την παρουσία εκκλησίας ή μοναστηριού στην περιοχή της Επισκοπής.
ΠΗΓΗ: mouzakinews.gr